- εγερτός
- ἐγερτός, -ή, -όν (Α)(ύπνος) εγέρσιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek